- κράδος
- κράδος [ᾰ], ὁ,A blight in fig-trees, etc., which blackens the boughs, Thphr.HP4.14.4.II = κράδη 1, v.l. for κλάδοις in Dsc.1.128.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κράδος — κράδος, ὁ (Α) 1. νόσος τών φυτών, και ιδίως τής συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῑται δὲ σφακελισμὸς μέν, ὅταν αἱ ῥίζαι μελανθῶσι κράδος δέ, ὅταν οἱ κλάδοι», Θεόφρ.) 2. κλάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κράδη, μτγν. και σπάνιος] … Dictionary of Greek
κράδος — blight in fig trees masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδοισι — κράδος blight in fig trees masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδους — κράδος blight in fig trees masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδῳ — κράδος blight in fig trees masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… … Dictionary of Greek